Απώλεια ακοής σε ενήλικες – Μια αυξανόμενη εθνική επιδημία
Οι στατιστικές είναι ανησυχητικές. Σύμφωνα με το National Institute on Deafness and Other Communication Disorders- Εθνικό Ινστιτούτο σχετικά με την απώλεια ακοής και άλλες διαταραχές στην επικοινωνία (NIDCD), 36 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν απώλεια ακοής (17% του ενήλικου πληθυσμού). Η απώλεια ακοής αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία. Κατά προσέγγιση το ένα τρίτο των Αμερικανών μεταξύ 65-74 ετών και σχεδόν οι μισοί άνω των 75 ετών έχουν απώλεια ακοής (NIDCD, 2010). Η απώλεια ακοής είναι η τρίτη συνηθέστερη χρόνια κατάσταση, που αντιμετωπίζουν οι μεγαλύτερες ηλικιακά ομάδες ( Collins, 1997). Δυστυχώς μόνο το 20% των ανθρώπων εκείνων που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από κάποια λύση αναζητούν πραγματικά βοήθεια. Οι περισσότεροι καθυστερούν την λήψη βοήθειας μέχρι να μην μπορούν να επικοινωνήσουν καθόλου, ακόμα και σε ιδανικές συνθήκες. Κατά μέσο όρο όσοι χρησιμοποιούν ακουστικά βαρηκοΐας περιμένουν πάνω από δέκα χρόνια, από την στιγμή που γίνεται αρχικά η διάγνωση, μέχρι να φορέσουν το πρώτο τους ζευγάρι ακουστικών (Davis, Smith, Ferguson, Stephens, & Gianopoulos, 2007).
Ο πληθυσμός μας γίνεται ολοένα και γηραιότερος. Σύμφωνα με το Administration on Aging (2011, para. 1), « ο γηραιότερος πληθυσμός θα αυξηθεί μεταξύ του 2010 και του 2030, όταν η γενιά “baby boom” ( περίοδος αύξησης γεννήσεων) θα φτάνει στην ηλικία των 65 ετών». Το 2009 οι άνθρωποι άνω των 65 ετών αντιπροσώπευαν το 12,9% του πληθυσμού. Έως το 2030 θα αντιπροσωπεύουν το 19,3%. Ο πληθυσμός των ατόμων πάνω από 65 ετών αναμένεται να διπλασιαστεί μεταξύ του 2008 και του 2030, με μια πρόβλεψη να φτάνει τα 72,1 εκατομμύρια ( Administration on Aging, 2011, para. 2).
Απώλεια ακοής που σχετίζεται με την ηλικία
Για την απώλεια ακοής στους ενήλικους, συμβάλλουν πολλοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι η ηλικία, γενετικοί παράγοντες, η έκθεση σε θόρυβο, χρόνιες ασθένειες ( πχ, ο διαβήτης, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και καρδιακά προβλήματα). Η απώλεια ακοής που σχετίζεται με την ηλικία ( presbycucsis) είναι σε γενικές γραμμές μια αργή, προοδευτική απώλεια ακοής, που επηρεάζει και τα δύο αυτιά. Η απώλεια ακοής που σχετίζεται με την ηλικία, παρουσιάζεται πρώτα στις υψηλές συχνότητες και αργότερα στις πιο χαμηλές. Ένα πρώτο σημάδι είναι να μην μπορούμε να ακούσουμε και να αντιληφθούμε τον λόγο σε περιβάλλον με φασαρία. Λόγω της αργής εξέλιξής της, οι ενήλικοι με τέτοιου είδους απώλεια ακοής δεν την αντιλαμβάνονται εύκολα σκεπτόμενοι ότι είναι ένα φυσιολογικό σημάδι γήρανσης.
Ο αντίκτυπος της απώλειας ακοής
Ο αντίκτυπος της απώλειας ακοής δεν μετριέται μόνο σε ντεσιμπέλ. Η απώλεια ακοής είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία, και το πώς το κάθε άτομο θα την αντιμετωπίσει, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων είναι η πρώιμη ή η όψιμη εμφάνιση, η εξελικτική της φύση ( σταδιακή ή αιφνίδια ), η σοβαρότητα της απώλειας, οι επικοινωνιακές απαιτήσεις και η προσωπικότητα ( Kaland & Salvatore, 2002 ). Ανεξάρτητα από τον συνδυασμό των παραγόντων αυτών, η απώλεια ακοής έχει συνδεθεί με το αίσθημα της κατάθλιψης, του άγχους, της δυσαρέσκειας, της κοινωνικής απομόνωσης και κόπωσης.
Πολλές μελέτες έχουν αναφέρει τα αποτελέσματα της μη αντιμετώπισης της απώλειας ακοής. Μια συχνά επικαλούμενη μελέτη είναι αυτή που διενεργήθηκε από το National Council on Aging, το 1999 (Kochkin & Rogin, 2000). Αυτή η ευρεία έρευνα, σε περίπου 4.000 ενήλικες με απώλεια ακοής, στους οποίους δεν είχαν εφαρμοστεί ακουστικά βαρηκοΐας, και τους οικείους τους έδειξε υψηλά ποσοστά κατάθλιψης, άγχους και άλλων ψυχοκοινωνικών διαταραχών. Η έρευνα εστίασε στα οφέλη της ενίσχυσης του ήχου και έδειξε ότι η χρήση ακουστικών βαρηκοΐας έχει θετική επίδραση στην ποιότητα ζωής, τόσο του ατόμου που φοράει τα ακουστικά όσο και των οικείων του. Τα ευρήματα αυτά έρχονται σε συνδυασμό με τα ευρήματα μιας μεγάλης τυχαιοποιημένης έρευνας, στην οποία φάνηκε ότι η απώλεια ακοής σχετίζεται με μειωμένη κοινωνικοσυναισθηματική, επικοινωνιακή και γνωστική λειτουργία σε συνδυασμό με αυξημένο αίσθημα κατάθλιψης, σε άτομα που δεν είχαν λάβει κάποια βοήθεια συγκριτικά με άτομα που φορούσαν ακουστικά βαρηκοΐας. Τα συμπτώματα παρουσίαζαν βελτίωση μετά την εφαρμογή ακουστικών βαρηκοΐας (Murlow & et al., 1990).
Πρόσφατα, ο Dr Lin και οι συνεργάτες του από το Johns Hopkins University, βρήκαν μια ισχυρή διασύνδεση μεταξύ του βαθμού απώλειας ακοής και της πιθανότητας εμφάνισης άνοιας. Άτομα με ήπιου βαθμού απώλεια ακοής, είχαν τις διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια, σε σχέση με ανθρώπους με φυσιολογική ακοή, εκείνοι με μεσαίου βαθμού απώλεια ακοής, είχαν τρεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα και εκείνοι με μεγάλο βαθμό απώλειας ακοής είχαν πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο. Παρ’ όλο που η συγκεκριμένη μελέτη δεν θα μπορούσε ξεκάθαρα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έγκαιρη αντιμετώπιση με ακουστικά βαρηκοΐας θα μείωνε τον κίνδυνο άνοιας, υπήρξε μια θετική σύνδεση μεταξύ του βαθμού απώλειας ακοής και του κινδύνου για εμφάνιση άνοιας ( Lin et al., 2011).
Η απώλεια ακοής είναι μια μη ορατή αναπηρία. Αν και είναι αρκετά συνηθισμένη ανάλογα με την ηλικία, η απώλεια ακοής πολλές φορές δεν λαμβάνεται υπόψιν κατά την διάγνωση και την θεραπεία, γνωστικών διαταραχών και διαταραχών μνήμης, σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας (Chartand, 2005). Η συννοσηρότητα, απώλειας ακοής και γνωστικών διαταραχών, κάνει ακόμα πιο σημαντικό τον καθορισμό της κατάστασης της ακοής, πριν από οποιοδήποτε διαγνωστικό πρωτόκολλο. Αυτό θα οδηγούσε, χωρίς αμφιβολία, σε μια πιο ακριβή διάγνωση και θεραπεία, καθώς επίσης και σε σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα, για τα άτομα με γνωστικές διαταραχές.
Τα προβλήματα όρασης είναι άλλη μια συνηθισμένη περίπτωση συννοσηρότητας, που επηρεάζει από το 9% έως και το 22% των ενηλίκων, άνω των 70 ετών (Saunders & Echt, 2011). Ερευνητές χρησιμοποιώντας αντιπροσωπευτικά δεδομένα, από το National Center of Health Statistics και το National Institute on Aging, ανέλυσαν την σχέση μεταξύ των προβλημάτων όρασης και της απώλειας ακοής σχετικά με την ποιότητα ζωής σε μεγαλύτερους ηλικιακά ενήλικες, και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τόσο η απώλεια ακοής όσο και τα προβλήματα όρασης, έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία, την κοινωνικότητα και τις καθημερινές δραστηριότητες και τα άτομα που είχαν έναν συνδυασμό απώλειας ακοής και προβλημάτων όρασης ( δηλαδή, διπλή αισθητηριακή βλάβη) βίωναν την μεγαλύτερη δυσκολία ( Crews & Campbell, 2004). Το συμπέρασμα είναι ότι όταν και τα δύο αισθητηριακά συστήματα παρουσιάζουν βλάβη, το άτομο είναι λιγότερο ικανό να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του.
Τα οφέλη της αντιμετώπισης
Όπως έδειξαν οι Gagné, Soouthall και Jennings (2011), στην μελέτη τους, σχετικά με το λόγο που οι άνθρωποι καθυστερούν να αναζητήσουν βοήθεια για προβλήματα σχετικά με την ακοή τους, αναφέρουν: « για να μπορέσουμε να ζήσουμε καλύτερα έχοντας απώλεια ακοής, πρώτα απ’ όλα πρέπει να την αναγνωρίσουμε και να την αποδεχτούμε. Πιο συγκεκριμένα, πολλοί άνθρωποι πρέπει να ξεπεράσουν την λανθασμένη ντροπή και την χαμηλή αυτοεκτίμηση που μπορεί να νιώθουν» ( παρ. 2). Η εφαρμογή των ακουστικών βαρηκοΐας πρέπει να είναι μέρος ενός ευρύτερου θεραπευτικού προγράμματος. Μια μελέτη έχει δείξει βελτιωμένη ποιότητα ζωής και γενικότερη ικανοποίηση, όταν σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντος του ατόμου, λαμβάνουν υποστήριξη και εκπαίδευση σχετικά με την απώλεια ακοής και τεχνικές επικοινωνίας (Kramer, Allessie, Dondrop, Zekveld & Kapteyn, 2005). Μέθοδοι αποκατάστασης, οι οποίες παρέχουν ολοκληρωμένη θεραπεία και λαμβάνουν υπόψιν και άλλους παράγοντες όπως προβλήματα όρασης, γνωστική εξασθένιση και μείωση της χειρωνακτικής δεξιότητας χρειάζονται ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του συνεχώς αυξανόμενου γηράσκοντος πληθυσμού(Saunders & Echt, 2011).
Κοιτώντας μπροστά
Ο αντίκτυπος της απώλειας ακοής η οποία μένει χωρίς αντιμετώπιση, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η έγκαιρη και προσεκτική αξιολόγηση και αντιμετώπιση, δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες για την μείωση των επιπτώσεων της απώλειας ακοής στην υγεία και την ποιότητα ζωής σε βάθος χρόνου.
Με τον μέσο όρο ηλικίας του πληθυσμού των Η.Π.Α., να είναι ολοένα και γηραιότερος, ένα σύστημα υγείας, το οποίο αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας, είναι καίριας σημασίας. Η εκπαίδευση των ενδιαφερομένων, αναφορικά με την έγκαιρη αναζήτηση θεραπείας, τόσο για τους ίδιους όσο και για τους αγαπημένους τους, πρέπει να είναι μέρος της εξίσωσης. Πράγματι, η αλλαγή των αντιλήψεων σχετικά με την απώλεια ακοής, είναι πολύ σημαντική όσον αφορά στην αύξηση του αριθμού των ατόμων, τα οποία θα ωφεληθούν ουσιαστικά, από την έγκαιρη αντιμετώπιση. Επιπροσθέτως, η συνεχιζόμενη έρευνα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης της απώλειας ακοής, ίσως βοηθήσει, στην παρότρυνση για καλύτερη χρηματοδότηση για ακουστικά βαρηκοΐας, όπως επίσης και για σημαντικές υπηρεσίες ακουστικής αποκατάστασης.